-
1 αἰπός
αἰπός, ή, όν, hoch, = αἰπύς, Hom. nur αἰπὰ ῥέεϑρα Il. 8, 369. 21, 9, πόλιν αἰπήν Il. 13, 625 Od. 3, 130. 8, 516. 13, 816; – Alex. D.
См. также в других словарях:
ρείθρο — το / ῥεῑθρον, ΝΜΑ, και ιων. και ποιητ. τ. ῥέεθρον Α ρυάκι, ρεύμα νερού (α. «Στυγὸς ὕδατος αἰπὰ ῥέεθρα», Ομ. Ιλ. β. «ῥέεθρον ἁγνοῡ Στρυμόνος», Αισχύλ. γ. «ἐκτρέψασα τοῡ ποταμοῡ τὸ ῥέεθρον», Ηρόδ.) 2. η κοίτη τού ποταμού, η ροή τού ποταμού μέσα… … Dictionary of Greek
αιπύς — αἰπύς, εῑα, ύ (Α) 1. ψηλός, απόκρημνος 2. (για τον θάνατο) αυτός που εφορμά από ψηλά, ορμητικός, βίαιος 3. ολοσχερής, ολοκληρωτικός, πλήρης, τέλειος, οξύς 4. (για πάθη) φλογερός, δυνατός 5. στη Μυκην. η λ. μαρτυρείται έμμεσα με το κύριο όνομα… … Dictionary of Greek